-
1 μετάγω
Aμεταγείοχα PRyl.67.5
(ii B. C.): —convey from one place to another, transfer,τινὰ εἰς Βαβυλῶνα LXX 1 Es.1.45
, cf. Aristeas 12 ([voice] Pass.);τὴν ἐκκλησίαν εἰς Σικυῶνα Plb.5.1.9
; l.c.; (Peparethus, ii B. C.);τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας D.C.Fr.83.7
; escort, τινα SIG588.51 (Milet., ii B. C.): Medic., divert,τὰ ῥεύματα Gal.17(1).965
: metaph.,τοὺς πολίτας εἰς σωφρονεστέραν βίου τάξιν μ. Plu.2.225f
, cf. SIG 704E 12 (Delph., ii B. C.), Epict.Ench.33.3;ψυχὴν ἐπ' εὐφροσύνην AP10.77
(Pall.); seduce,τινὰς ἐς τὸ ἁβροδίαιτον Hdn.3.8.5
.4 [voice] Pass., to be borrowed,μετῆκται ἀπὸ τῶν ἐν γεωμετρίᾳ τὸ ὄνομα Iamb. in Nic.p.58
P.II intr., go by a different route, change one's course, X.Cyr.7.4.8.
См. также в других словарях:
μετάγω — (ΑM μετάγω) μεταφέρω κάτι από έναν τόπο σε άλλο («πάντα τὸν πόλεμον μετάξειν εἰς τὴν Λιβύην», Διόδ.) μσν. αρχ. 1. μεταβιβάζω («πᾱσαν τὴν ἀρχὴν Ῥωμαίων εἰς ἐαυτὸν καὶ τοὺς παῑδας μεταγαγεῑν καὶ βεβαιώσασθαι ἠθέλησε», Ηρωδιαν.) 2. οδηγώ κάποιον από … Dictionary of Greek